Αναιμία: σιδηροπενική - μεγαλοβλαστική - χρονίων νόσων - μεσογειακή - δρεπανοκυτταρική
Πρόκειται για κλινικό εύρηµα και όχι για νόσο,
εµφανίζεται πολύ συχνά και σε όλες τις ηλικίες, ακόµα και στα παιδιά,
περισσότερο ευάλωτες είναι οι γυναίκες λόγω εγκυµοσύνης και εµµήνου
ρύσης και η διάγνωσή της γίνεται µέσω αιµατολογικών εξετάσεων.
Ο λόγος για τη σιδηροπενική αναιµία,
τη συχνότερη µορφή αναιµίας σε όλο τον κόσµο, η οποία εγκαθίσταται στον
οργανισµό λόγω έλλειψης σιδήρου. Η κακή διατροφή, οι παρατεταµένες
δίαιτες, η απώλεια αίµατος για τον οργανισµό, αλλά και οι αυξηµένες
ανάγκες πρόσληψης σιδήρου σε συγκεκριµένες κατηγορίες ανθρώπων (έγκυες,
γυναίκες σε περίοδο γαλουχίας και παιδιά) είναι οι κυριότερες αιτίες
έλλειψης σιδήρου.
Εύκολη κόπωση, αδυναµία συγκέντρωσης σε πνευµατική
εργασία, τριχόπτωση, εύθραυστα νύχια, ταχυκαρδία, χλοµάδα, δύσπνοια
είναι µερικά από τα συµπτώµατα της σιδηροπενικής αναιµίας.
Η αντιµετώπισή της πρέπει να ξεκινά από τον εντοπισµό
του αιτίου που την προκαλεί στον οργανισµό και όχι από την αναπλήρωση
του χαµένου σιδήρου, η οποία επιτυγχάνεται µε προσεγµένη διατροφή,
πλούσια σε σίδηρο (όπως είναι το µοσχαρίσιο κρέας) και µε τη λήψη
φαρµακευτικών σκευασµάτων σιδήρου.
Για τις πιο γνωστές µορφές αναιµιών, τις αιτίες που προκαλούνται αλλά και τους τρόπους αντιµετώπισής τους, µας µιλά η γιατρός-αιµατολόγος κα Δέσποινα Γριµπαµπή.
Όταν λέµε ότι κάποιος έχει σιδηροπενική αναιµία τι εννοούµε;
Πρόκειται για κλινικό εύρηµα, όχι για νόσο,
εµφανίζεται µε µεγάλη συχνότητα και δηµιουργείται στον οργανισµό λόγω
έλλειψης σιδήρου.
Ποιές είναι οι αιτίες έλλειψης σιδήρου;
Υπάρχουν κατ’ αρχήν τα στερητικά αίτια. Για στέρηση
µιλάµε όταν κάποιος δεν λαµβάνει αρκετή ποσότητα σιδήρου µέσω των
τροφών, είτε αυτό γίνεται λόγω δίαιτας, είτε λόγω κακής διατροφής.
Έλλειψη σιδήρου µπορεί να παρατηρηθεί και σε κατηγορίες ανθρώπων που ο
οργανισµός τους έχει αυξηµένες ανάγκες πρόσληψης σιδήρου. Παράδειγµα οι
γυναίκες που εγκυµονούν ή εκείνες που βρίσκονται σε περίοδο γαλουχίας
και θηλάζουν. Αν σε αυτή την περίοδο της ζωής τους δεν λαµβάνουν
συµπληρώµατα σιδήρου, τότε θα τους δηµιουργηθεί σιδηροπενική αναιµία.
Εξάλλου η εγκυµοσύνη εξ ορισµού είναι µια κατάσταση στην οποία δίνει
κανείς συµπληρώµατα σιδήρου για να προλάβει την αναιµία. ’λλη κατηγορία
µε αυξηµένες ανάγκες σε σίδηρο είναι και τα παιδιά, ειδικά όταν ξεκινάει
η ανάπτυξή τους. Επίσης έλλειψη σιδήρου παρατηρείται όταν στον
οργανισµό υπάρχει απώλεια αίµατος, σύµπτωµα το οποίο ευθύνεται πολύ
συχνά για τη δηµιουργία σιδηροπενικής αναιµίας, ειδικά στους ενήλικες. Η
απώλεια αίµατος συµβαίνει συνήθως στο πεπτικό, είτε στο στοµάχι, είτε
στο έντερο, όταν υπάρχει µια εστία αιµορραγίας από την οποία «χάνεται»
αίµα και σίδηρος, ο οποίος δεν αναπληρώνεται, µε αποτέλεσµα να
δηµιουργείται αναιµία.
Ποια είναι τα συµπτώµατά της;
Μια σιδηροπενική αναιµία µπορεί να είναι και
ασυµπτωµατική, καθώς δεν εγκαθίσταται στον οργανισµό εξ αρχής µε
συµπτώµατα. Μπορεί κάποιος να έχει σιδηροπενική αναιµία και να µην έχει
κανένα σύµπτωµα. Προϊόντος του χρόνου όµως και όσο µεγαλώνει η έλλειψη
σιδήρου, παρατηρείται εύκολη κόπωση, αδυναµία συγκέντρωσης σε πνευµατική
εργασία, τριχόπτωση, εύθραυστα νύχια (σπάνε εύκολα), γωνιακή χειλίτιδα
(στις γωνίες των χειλιών του στόµατος εµφανίζεται ένας ερεθισµός),
χλοµάδα, ταχυκαρδία και δύσπνοια.
Όταν δεν έχει κάποιος συµπτώµατα, πώς µπορεί να καταλάβει ότι έχει σιδηροπενική αναιµία και να λάβει τα απαραίτητα µέτρα;
Σε αυτή την περίπτωση µόνο ως τυχαίο εύρηµα. Μπορεί
δηλαδή κάποιος να κάνει αιµατολογικές εξετάσεις και να την εντοπίσει.
Πιθανές αλλαγές που θα παρατηρήσει ο γιατρός στη γενική αίµατος, στο
σίδηρο ορού και στη φερριτίνη (δηλαδή στις «αποθήκες» του σιδήρου στον
οργανισµό µας) δηλώνουν την ύπαρξη αναιµίας, συνεπώς προχωρά σε
περαιτέρω έλεγχο.
Και στα τρία αυτά σηµεία παρατηρούνται αλλαγές ή µόνο σε κάποια από αυτά;
Μπορεί να συµβεί και το εξής: να βρεθεί χαµηλός
σίδηρος, χαµηλή φερριτίνη και η γενική αίµατος να είναι φυσιολογική.
Αυτό συµβαίνει γιατί η σιδηροπενική αναιµία εγκαθίσταται σταδιακά στον
οργανισµό ενός ανθρώπου, εκτός και αν υπάρξει µεγάλη αιµορραγία κατά την
οποία χάνει ποσότητα αίµατος. Στη σταδιακή εγκατάσταση της αναιµίας
µετακινείται σίδηρος από τις «αποθήκες», σταδιακά λοιπόν µειώνεται η
φερριτίνη. Όταν εξαντλούνται οι «αποθήκες» της φερριτίνης, τότε
µειώνεται ο σίδηρος ορού και τελευταία εµφανίζονται ο χαµηλός
αιµατοκρίτης και η αναιµία. ’ρα και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να
ξεκινήσουµε οπωσδήποτε έλεγχο.
Δηλαδή η διάγνωση της αναιµίας γίνεται µέσω των εξετάσεων αίµατος;
Όχι µόνο η διάγνωση, αλλά και ο βαθµός της αναιµίας.
Μπορούµε να µιλήσουµε για πρόληψη;
Σε συγκεκριµένες καταστάσεις ναι. Για παράδειγµα, µια
έγκυος γυναίκα µπορεί να προλάβει τη δηµιουργία σιδηροπενικής αναιµίας,
µόνο όµως της συγκεκριµένης αναιµίας, γιατί στις έγκυες µπορεί να
προκληθεί άλλου είδους αναιµία, µε άλλο µηχανισµό. Επίσης, αυτό ισχύει
και για τις γυναίκες που κάθε µήνα έχουν την έµµηνο ρύση τους. Εάν
κάνουν µια προσεγµένη διατροφή, πλούσια σε πρόσληψη σιδήρου, τότε και
αυτές µπορεί να προλάβουν την εµφάνιση της αναιµίας. Ένας άνθρωπος µε
ιστορικό έλκους, µπορεί να προσέχει και να µην παίρνει ορισµένα φάρµακα
που είναι υπεύθυνα για πρόκληση αιµορραγίας από το πεπτικό. Επίσης,
κάποιος που έχει αιµορροΐδες µπορεί να κάνει εξετάσεις τακτικά γι’ αυτό
το πρόβληµα υγείας κι αν δει ότι ξεκινάει αναιµία, πρέπει να φροντίσει
να την προλάβει είτε µε φαρµακευτική αγωγή, είτε αντιµετωπίζοντας
χειρουργικά το συγκεκριµένο πρόβληµα.
Απ’ ό,τι φαίνεται, η
διατροφή παίζει σηµαντικό ρόλο και στην πρόληψη της σιδηροπενικής
αναιµίας. Επειδή ωστόσο ακούµε διάφορα πάνω σ’ αυτό το θέµα, θα
µπορούσατε να µας διευκρινίσετε κάποια πράγµατα σχετικά µε το ζήτηµα
αυτό;
Εδώ πράγµατι υπάρχουν ορισµένοι µύθοι. Ο κόσµος λέει
συχνά «φάε σπανάκι ή φάε φακές γιατί έχουν σίδηρο». Αυτός όµως είναι
ένας µύθος, γιατί ο σίδηρος των λαχανικών δεν είναι απορροφήσιµος από το
πεπτικό σύστηµα, καθώς η µορφή του είναι τέτοια που δεν µπορεί να
απορροφηθεί. Ωστόσο ο σίδηρος που προέρχεται από ζωικές πηγές, όπως
είναι τα κρέατα (κατά προτίµηση το µοσχαρίσιο κρέας) και το συκώτι,
απορροφάται πολύ καλά από τον οργανισµό. Εάν όµως κάποιος ξεκινήσει
αγωγή υποκατάστασης, δηλαδή παίρνει χάπια σιδήρου για να υποκαταστήσει
το σίδηρο που του λείπει, δεν υπάρχει λόγος να «πιέζεται» διατροφικά και
να λαµβάνει συγκεκριµένα τρόφιµα.
Δηλαδή λαµβάνοντας αγωγή υποκατάστασης λύνεται το πρόβληµα;
Όταν διαπιστωθεί η σιδηροπενική αναιµία, σηµασία έχει
να ανακαλύψεις γιατί «κάνεις την αναιµία» και όχι να πάρεις απλώς
σίδηρο για να τη διορθώσεις, πρέπει δηλαδή να ψάξεις και να βρεις το
αίτιο από το οποίο προκλήθηκε η αναιµία στον οργανισµό. Εάν τελικά το
αίτιο προέρχεται από το πεπτικό όπως είπαµε και πιο πάνω, αν δηλαδή ο
ασθενής έχει έλκος ή καλοήθη πολύποδα, τότε πρόκειται για καταστάσεις
που αντιµετωπίζονται. Η σιδηροπενική αναιµία όµως αποτελεί συχνό εύρηµα
και σε καρκίνους του πεπτικού, συνεπώς, όπως καταλαβαίνουµε, δεν πρέπει
κάποιος να χάσει χρόνο στην προσπάθειά του να πάρει σίδηρο και να
υποκαταστήσει την έλλειψη, δηλαδή στην προσπάθεια να διορθώσει την
αναιµία χωρίς να βρει το αίτιο, καθώς σ’ αυτή την περίπτωση µπορεί να
χάσει πραγµατικά πολύτιµο χρόνο για την ίασή του.
Τι ακριβώς είναι η αγωγή υποκατάστασης;
Πρόκειται για φαρµακευτικά σκευάσµατα σιδήρου, τα
οποία ο ενδιαφερόµενος πρέπει να τα λαµβάνει οπωσδήποτε µισή ώρα πριν το
φαγητό, καθώς το στοµάχι του επιβάλλεται να είναι άδειο, επειδή η
οξύτητα των πεπτικών υγρών επηρεάζει την απορρόφηση του σιδήρου.
Αυτά τα σκευάσµατα σιδήρου προκαλούν κάποιες γαστρεντερικές διαταραχές;
Ο σίδηρος από µόνος του δηµιουργεί ερεθισµό στο
γαστρεντερικό, µπορεί να προκαλέσει επιγαστραλγία ή δυσκοιλιότητα ή
διάρροια. Ωστόσο, κυκλοφορούν πλέον νεώτερα σκευάσµατα, τα οποία δεν
προκαλούν αυτού του είδους τις γαστρεντερικές διαταραχές και µπορεί να
τα πάρει κάποιος άνετα. Υπάρχουν βέβαια και σπάνιες περιπτώσεις, κατά
τις οποίες κάποιος δεν µπορεί να πάρει σίδηρο από το στόµα, ή απλώς δεν
αποδίδει η θεραπεία δια του στόµατος και τότε χρειάζεται να λάβει το
σίδηρο ενδοφλέβια, κάτι που γίνεται µόνο στο νοσοκοµείο. Αλλά όπως
είπαµε, αυτό συµβαίνει σπάνια.
Η σιδηροπενική αναιµία παρουσιάζεται πιο πολύ στις γυναίκες ή στους άνδρες;
Οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες, λόγω της εµµήνου ρύσης, της εγκυµοσύνης και της γαλουχίας.
Εµφανίζεται πιο συχνά σε κάποιες συγκεκριµένες ηλικίες;
Όχι, σε όλες τις ηλικίες κάνει την εµφάνισή της και όπως είπαµε ήδη, τη συναντάµε πολύ συχνά και σε παιδιά.
Εκτός από την σιδηροπενική αναιµία, θα µπορούσατε να µας αναφέρετε και κάποιες άλλες µορφές αναιµίας που ταλαιπωρούν τον κόσµο;
Τις αναιµίες τις χωρίζουµε σε κατηγορίες. Η
σιδηροπενική είναι στερητική αναιµία, δηλαδή δηµιουργείται γιατί λείπει
από τον οργανισµό κάποιου ένα συστατικό ερυθροποίησης. Σ’ αυτή την
κατηγορία ανήκει και η µεγαλοβλαστική αναιµία, η οποία παρουσιάζεται
λόγω έλλειψης βιταµίνης Β12 και λόγω έλλειψης φυλλικού οξέος (το
λαµβάνουµε από τα πράσινα λαχανικά), συστατικά τα οποία συµµετέχουν στην
ερυθροποίηση και όταν λείπουν από τον οργανισµό δηµιουργούν τη
µεγαλοβλαστική αναιµία.
Η αναιµία αυτού του τύπου έχει τα ίδια συµπτώµατα µε την σιδεροπενική αναιµία;
Έχει τα συµπτώµατα της σιδηροπενικής αλλά και µερικά
επιπλέον. Επειδή η Β12 είναι συστατικό που χρησιµοποιείται και από το
νευρικό ιστό, η έλλειψή της δηµιουργεί νευρολογικά συµπτώµατα, δηλαδή ο
άνθρωπος έχει την εντύπωση ότι «πατάει σε βαµβάκι» ή «πάνω σε σύννεφα»,
έχει µουδιάσµατα και αλλοιωµένη αφή στις άκρες των δακτύλων των χεριών
του, εµφανίζει γλωσσίτιδα, ενώ υπάρχουν συµπτώµατα που µπορεί να
µιµούνται µέχρι και εκείνα της ψύχωσης. Βεβαίως, η τελευταία περίπτωση
αποτελεί µια ακραία µορφή, δηλαδή πρέπει να λείπει για πολύ καιρό η
βιταµίνη Β12 από τον οργανισµό κάποιου και να µην το έχει καταλάβει.
Επίσης, ένα επί πλέον σύµπτωµα, το οποίο δεν παρατηρείται στη
σιδηροπενική, είναι ότι αυτός που πάσχει από µεγαλοβλαστική αναιµία
παρουσιάζει µια χαρακτηριστική «κιτρινίλα».
Η µεγαλοβλαστική αναιµία δηµιουργείται γρήγορα ή εγκαθίσταται σιγά - σιγά στον οργανισµό;
Δεν δηµιουργείται µε τόσο γρήγορο ρυθµό όσο η
σιδηροπενική, καθώς ο ανθρώπινος οργανισµός διαθέτει «αποθήκες»
βιταµίνης Β12 για διάστηµα από τρία έως πέντε χρόνια. Όταν αυτές
εξαντληθούν, τότε αρχίζει οργανισµός να εµφανίζει αναιµία, εµφανίζοντας
και τα σχετικά συµπτώµατα.
Η συγκεκριµένη αναιµία παρατηρείται τόσο συχνά όσο και η σιδηροπενική;
Την παρατηρούµε, αλλά όχι τόσο συχνά όσο τη
σιδηροπενική. Μπορούµε να πούµε ότι ίσως είναι η δεύτερη κατά σειρά
αιτιολογία αναιµίας.
Πρόκειται για µια µορφή αναιµίας που θεραπεύεται;
Βεβαίως, αλλά πρέπει να αντιµετωπιστεί εγκαίρως,
επειδή όσο περνά ο καιρός η αναιµία χειροτερεύει. Η µεγαλοβλαστική
αναιµία µπορεί να προκληθεί λόγω µιας αυτοάνοσης κατάστασης, κατά την
οποία καταστρέφονται τα ειδικά κύτταρα που απορροφούν τη βιταµίνη στο
τελικό τµήµα του ειλεού. Δηλαδή ο ίδιος ο οργανισµός αναγνωρίζει αυτά τα
κύτταρα ως ξένα προς αυτόν και τα καταστρέφει, µε αποτέλεσµα να χάνεται
µε αυτόν τον τρόπο εφ’ όρου ζωής η δυνατότητα απορρόφησης της Β12 από
τις τροφές. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις αυτές ο µόνος τρόπος να
διατηρήσει κανείς τη Β12 στον οργανισµό του είναι να κάνει ενέσεις Β12.
Αυτή βέβαια είναι µια θεραπεία την οποία ο ασθενής θα πρέπει να
διατηρήσει για όλη του τη ζωή. Στο πλαίσιο της θεραπείας αυτής, ο
ασθενής κάνει µια ένεση Β12 περίπου µια φορά το µήνα και δεν έχει κανένα
πρόβληµα.
Με χάπια δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί;
Όχι, εφόσον έχει χάσει τη δυνατότητα απορρόφησης από
το πεπτικό σύστηµα, ό,τι και να πάρει δεν πρόκειται να το απορροφήσει.
Γι’ αυτό το λόγο, η θεραπεία είναι ενέσιµη.
Πώς γίνεται η διάγνωση της συγκεκριµένης αναιµίας;
Μέσω αιµατολογικών εξετάσεων, στις οποίες βρίσκονται
συγκεκριµένα χαρακτηριστικά που µας καθοδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Συγκεκριµένα, σε µια γενική εξέταση αίµατος, υπάρχει µια τιµή µε την
οποία βρίσκει κανείς τις σχετικές παραµέτρους και βλέπει ότι ο υπό
εξέταση άνθρωπος έχει µακροκυττάρωση, δηλαδή τα ερυθρά αιµοσφαίρια είναι
πιο µεγάλα από το φυσιολογικό. Στην περίπτωση αυτή ο γιατρός σκέφτεται
µήπως υπάρχει έλλειψη Β12, καθώς δεν είναι η µοναδική κατάσταση που
προκαλεί µακροκυττάρωση, είναι όµως η κύρια αιτία, συνεπώς προς αυτή την
κατεύθυνση ξεκινάµε τον έλεγχο.
Υπάρχει άλλη µορφή αναιµίας;
Η αναιµία χρόνιων νόσων. Ασφαλώς δεν είναι στερητικής
αιτιολογίας όπως οι δυο προηγούµενες. Εµφανίζεται λόγω δυσχερειών του
οργανισµού να χρησιµοποιήσει τις ουσίες που χρειάζονται για την
ερυθροποίηση, δυσκολεύεται δηλαδή να «φτιάξει αίµα».
Γιατί ονοµάζεται έτσι;
’νθρωποι που πάσχουν από χρόνια νοσήµατα, όπως είναι
οι νεφροπαθείς, αυτοί που έχουν αυτοάνοσα νοσήµατα (κολλαγονώσεις όπως ο
συστηµατικός ερυθηµατώδης λύκος και η ρευµατοειδής αρθρίτιδα), αλλά και
όσοι πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη ή διάφορες νεοπλασίες, όλοι αυτοί
µπορεί να παρουσιάσουν αναιµία χρόνιας νόσου. Ονοµάζεται έτσι γιατί
αποτελεί εύρηµα που συνοδεύει αυτά τα νοσήµατα, ενώ δηµιουργείται µε
ορισµένους µηχανισµούς λόγω του κυρίου νοσήµατος.
Αποτελεί µια επικίνδυνη µορφή αναιµίας για τους ανθρώπους που την παρουσιάζουν;
Σε κάθε µορφή αναιµίας, η επικινδυνότητα καθορίζεται
από δυο παράγοντες: την ταχύτητα εγκατάστασης της αναιµίας, δηλαδή το
πόσο γρήγορα την αποκτά κανείς και το βαθµό της αναιµίας, το πόσο έντονη
είναι δηλαδή η αναιµία που παρουσιάζει κάποιος.
Θεραπεύεται;
Υπάρχει θεραπεία, κυρίως όταν αντιµετωπίζεται το
υποκείµενο νόσηµα, οπότε διορθώνεται και η αναιµία. Χαρακτηριστικό
παράδειγµα είναι οι νεφροπαθείς οι οποίοι υποβάλλονται σε τεχνητό νεφρό.
Οι συγκεκριµένοι ασθενείς δεν παράγουν την ορµόνη ερυθροποιητίνη,
επειδή ακριβώς αυτή φτιάχνεται στο νεφρό κι εφόσον ο νεφρός πάσχει, δεν
την παράγει. Υπάρχει όµως συνθετική ερυθροποιητίνη που χορηγείται και
έτσι διορθώνεται η αναιµία. Να σηµειώσουµε ότι η ερυθροποιητίνη είναι η
ορµόνη που καθορίζει το πόσο αίµα θα φτιάξουµε και τι αιµατοκρίτη θα
έχουµε.
Υπάρχουν και ορισµένες αναιµίες µε τις οποίες γεννιούνται κάποιοι άνθρωποι;
Ναι κι αυτές είναι οι αναιµίες που οφείλονται σε
αιµοσφαιρινοπάθειες, δηλαδή καταστάσεις κατά τις οποίες δηµιουργείται
µια παθολογική αιµοσφαιρίνη. Η αιµοσφαιρίνη αυτή οδηγεί στη γρήγορη
καταστροφή των ερυθρών αιµοσφαιρίων, δηλαδή αυτά δεν ζουν τόσο όσο ζουν
φυσιολογικά σε όλους τους ανθρώπους. Το αποτέλεσµα αυτής της αυξηµένης
καταστροφής είναι η αναιµία. Σε αυτή την οµάδα ανήκουν η µεσογειακή και η
δρεπανοκυτταρική αναιµία. Αυτές οι αναιµίες είναι γενετικά
καθορισµένες.
Δηλαδή, τι ακριβώς σηµαίνει αυτό στην πράξη;
Και τις δυο αυτές αναιµίες ο άνθρωπος τις κληρονοµεί
από τους γονείς του, γεννιέται δηλαδή µε αυτές. Κι αυτό συµβαίνει ως
εξής: οι γονείς έχουν το στίγµα, αλλά είναι ετεροζυγώτες. Δεν
παρουσιάζουν κάποιο σύµπτωµα, εκτός από µια ήπια αναιµία τις
περισσότερες φορές. Όταν όµως τεκνοποιήσουν δυο άνθρωποι που έχουν το
στίγµα, τότε υπάρχει 25% πιθανότητα το παιδί που θα γεννήσουν να
γεννηθεί µε την εκδήλωση της νόσου, δηλαδή να πάσχει από µεσογειακή ή
δρεπανοκυτταρική αναιµία.
Λόγω του
προγεννητικού ελέγχου ωστόσο, υποθέτουµε ότι δεν πρέπει να γεννιούνται
πλέον παιδιά µε αυτές τις αναιµίες. Υποθέτουµε σωστά;
Ναι, καθώς έχουµε τη δυνατότητα να γνωρίζουµε µέσω
του προγεννητικού ελέγχου εάν ένα παιδί πάσχει από αυτές τις µορφές
αναιµίας. Γι’ αυτό και στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν
γεννιούνται πλέον παιδιά µε µεσογειακή η δρεπανοκυτταρική αναιµία. Εάν
συµβεί αυτό, θα πρέπει οι γονείς να είναι ελλιπώς ενηµερωµένοι, ή να µην
έχουν κάνει προγεννητικό έλεγχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου