ροδόχρους νόσος
Η ροδόχρους νόσος είναι μια φλεγμονώδης
δερματοπάθεια που σχετίζεται με τον τριχοσμηγματογόνο θύλακο,
εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες και συνήθως εκδηλώνεται μετά την
τρίτη δεκαετία της ζωής.
Κλινική εικόνα-συμπτώματα
Η νόσος χαρακτηρίζεται από 4 στάδια:
α) Στο στάδιο του παροδικού ερυθήματος, οι ασθενείς παραπονούνται οτι είτε αιφνίδια είτε μετά από επίδραση κάποιου εκλυτικού παράγοντα όπως αυξημένη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, κατανάλωση αλκοόλ ή καρυκευμάτων και κυρίως ψυχικό στρες παρουσιάζουν παροδικό ερύθημα (κοκκίνισμα) κυρίως στο πρόσωπο, το λαιμό ή το στέρνο. Αυτό κρατάει μερικά λεπτά αλλά με την πάροδο του χρόνου γίνεται συχνότερο και πιο παρατεταμένο.
β) Στο στάδιο του μόνιμου ερυθήματος πλέον το κοκκίνισμα είναι μόνιμο στο πρόσωπο ενώ αρχίζουν να διαγράφονται και μικρά αγγεία στην επιφάνεια του δέρματος, ιδιαίτερα στα πλάγια της μύτης και τις παρειές. Το κοκκίνισμα γίνεται ακόμα εντονότερο με την επίδραση των εκλυτικών παραγόντων.
γ) Στο στάδιο των βλατιδοφλυκταινιδίων όπου πέρα από το ερύθημα εμφανίζονται στο δέρμα και κόκκινα σπυράκια (βλατίδες), ορισμένα από τα οποία έχουν και πύον (φλυκταινίδια). Η εικόνα μοιάζει με την κοινή ακμή της εφηβείας, λείπει όμως το βασικό χαρακτηριστικό της τελευταίας, οι φαγέσωρες (τα μικρά μαύρα στίγματα (ανοιχτοί φαγέσωρες) ή τα λευκωπά επάρματα (κλειστοί φαγέσωρες).
δ) Στο τελευταίο στάδιο που ευτυχώς είναι σπάνιο, πέρα από όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά συμβαίνει και έντονη υπερπλασία των σμηγματογόνων αδένων μαζί με υπερανάπτυξη συνδετικού ιστού, με αποτέλεσμα την πάχυνση του δέρματος και την παραμόρφωση του προσώπου. Ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης διακρίνεται σε ρινόφυμα (στη μύτη), σε μετωπόφυμα, σε ωτόφυμα και σε πωγωνόφυμα.
Οι ασθενείς γενικά παραπονούνται για αίσθημα καύσου, κνησμό ενώ φυσικά στο στάδιο των βλατιδοφλυκταινιδίων τους απασχολεί και το αισθητικό πρόβλημα.
Η πάθηση μπορεί να συνδυάζεται με φλεγμονή στην περιοχή των βλεφάρων (βλεφαρίτιδα, επιπεφυκίτιδα) η οποία προηγείται, ακολουθεί ή συνηθέστερα συνυπάρχει με την έξαρση των δερματικών εκδηλώσεων.
Αιτιολογία
Η αιτιολογία είναι στην πραγματικότητα άγνωστη αλλά έχουν κατηγορηθεί διάφοροι πιθανοί παράγοντες. Έτσι πιθανολογείται η αρνητική επίδραση ενός δερματικού παράσιτου, του demodex, η συσχέτιση με το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, αγγειοκινητικές μεταβολές του δέρματος, ορμονικές επιδράσεις ενδογενών ορμονών του φύλου κ.α.
Θεραπεία
Η θεραπευτικές επιλογές εξαρτώνται από το στάδιο και την ένταση της νόσου.
Στα αρχικά στάδια συστήνουμε αποφυγή των εκλυτικών παραγόντων και τοπική εφαρμογή αγειοσυσπαστικών καλλυντικών σκευασμάτων, φυτικής πολλές φορές προέλευσης
Σε πιο προχωρημένα στάδια επιβάλλεται η χρήση τοπικών φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων που περιέχουν κυρίως μετρονιδαζόλη ή αζελαικό οξύ. Η χρήση τους είναι κατά κανόνα δύο φορές ημερησίως και προσφέρουν ανακούφιση από τα συμπτώματα και βελτίωση τους αισθητικού αποτελέσματος, όμως με τη διακοπή τους η νόσος υποτροπιάζει.
Σε προχωρημένα στάδια (βλατιδοφλυκταινώδες) είναι απαραίτητη η χορήγηση φαρμάκων από το στόμα, είτε αντιβιοτικών (τετρακυκλίνες) είτε παραγώγων βιταμίνης Α (ισοτρετινοίνη) σε χαμηλές δόσεις. Γενικά η ανταπόκριση είναι πολύ καλή αλλά όχι μόνιμη.
Στο τελευταίο στάδιο του ρινοφύματος χρειάζεται δερματοχειρουργική παρέμβαση με καυτηριασμό των βλαβών με διαθερμία ή laser.
πηγή
Κλινική εικόνα-συμπτώματα
Η νόσος χαρακτηρίζεται από 4 στάδια:
α) Στο στάδιο του παροδικού ερυθήματος, οι ασθενείς παραπονούνται οτι είτε αιφνίδια είτε μετά από επίδραση κάποιου εκλυτικού παράγοντα όπως αυξημένη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, κατανάλωση αλκοόλ ή καρυκευμάτων και κυρίως ψυχικό στρες παρουσιάζουν παροδικό ερύθημα (κοκκίνισμα) κυρίως στο πρόσωπο, το λαιμό ή το στέρνο. Αυτό κρατάει μερικά λεπτά αλλά με την πάροδο του χρόνου γίνεται συχνότερο και πιο παρατεταμένο.
β) Στο στάδιο του μόνιμου ερυθήματος πλέον το κοκκίνισμα είναι μόνιμο στο πρόσωπο ενώ αρχίζουν να διαγράφονται και μικρά αγγεία στην επιφάνεια του δέρματος, ιδιαίτερα στα πλάγια της μύτης και τις παρειές. Το κοκκίνισμα γίνεται ακόμα εντονότερο με την επίδραση των εκλυτικών παραγόντων.
γ) Στο στάδιο των βλατιδοφλυκταινιδίων όπου πέρα από το ερύθημα εμφανίζονται στο δέρμα και κόκκινα σπυράκια (βλατίδες), ορισμένα από τα οποία έχουν και πύον (φλυκταινίδια). Η εικόνα μοιάζει με την κοινή ακμή της εφηβείας, λείπει όμως το βασικό χαρακτηριστικό της τελευταίας, οι φαγέσωρες (τα μικρά μαύρα στίγματα (ανοιχτοί φαγέσωρες) ή τα λευκωπά επάρματα (κλειστοί φαγέσωρες).
δ) Στο τελευταίο στάδιο που ευτυχώς είναι σπάνιο, πέρα από όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά συμβαίνει και έντονη υπερπλασία των σμηγματογόνων αδένων μαζί με υπερανάπτυξη συνδετικού ιστού, με αποτέλεσμα την πάχυνση του δέρματος και την παραμόρφωση του προσώπου. Ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης διακρίνεται σε ρινόφυμα (στη μύτη), σε μετωπόφυμα, σε ωτόφυμα και σε πωγωνόφυμα.
Οι ασθενείς γενικά παραπονούνται για αίσθημα καύσου, κνησμό ενώ φυσικά στο στάδιο των βλατιδοφλυκταινιδίων τους απασχολεί και το αισθητικό πρόβλημα.
Η πάθηση μπορεί να συνδυάζεται με φλεγμονή στην περιοχή των βλεφάρων (βλεφαρίτιδα, επιπεφυκίτιδα) η οποία προηγείται, ακολουθεί ή συνηθέστερα συνυπάρχει με την έξαρση των δερματικών εκδηλώσεων.
Αιτιολογία
Η αιτιολογία είναι στην πραγματικότητα άγνωστη αλλά έχουν κατηγορηθεί διάφοροι πιθανοί παράγοντες. Έτσι πιθανολογείται η αρνητική επίδραση ενός δερματικού παράσιτου, του demodex, η συσχέτιση με το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, αγγειοκινητικές μεταβολές του δέρματος, ορμονικές επιδράσεις ενδογενών ορμονών του φύλου κ.α.
Θεραπεία
Η θεραπευτικές επιλογές εξαρτώνται από το στάδιο και την ένταση της νόσου.
Στα αρχικά στάδια συστήνουμε αποφυγή των εκλυτικών παραγόντων και τοπική εφαρμογή αγειοσυσπαστικών καλλυντικών σκευασμάτων, φυτικής πολλές φορές προέλευσης
Σε πιο προχωρημένα στάδια επιβάλλεται η χρήση τοπικών φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων που περιέχουν κυρίως μετρονιδαζόλη ή αζελαικό οξύ. Η χρήση τους είναι κατά κανόνα δύο φορές ημερησίως και προσφέρουν ανακούφιση από τα συμπτώματα και βελτίωση τους αισθητικού αποτελέσματος, όμως με τη διακοπή τους η νόσος υποτροπιάζει.
Σε προχωρημένα στάδια (βλατιδοφλυκταινώδες) είναι απαραίτητη η χορήγηση φαρμάκων από το στόμα, είτε αντιβιοτικών (τετρακυκλίνες) είτε παραγώγων βιταμίνης Α (ισοτρετινοίνη) σε χαμηλές δόσεις. Γενικά η ανταπόκριση είναι πολύ καλή αλλά όχι μόνιμη.
Στο τελευταίο στάδιο του ρινοφύματος χρειάζεται δερματοχειρουργική παρέμβαση με καυτηριασμό των βλαβών με διαθερμία ή laser.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου