Καμπυλοβακτηρίδιο και Τρόφιμα
Το C. jejuni αναπτύσσεται καλύτερα στους 370C – 420C, που είναι η θερμοκρασία σώματος των πουλιών (410C – 420C), τα οποία φέρουν το μικρόβιο χωρίς να νοσούν. Τα βακτήρια αυτά είναι ευαίσθητα στο περιβάλλον και συγκεκριμένα δεν αντέχουν σε συνθήκες ξηρασίας και είναι μικροαερόφιλα, δηλαδή αναπτύσσονται μόνο σε περιεκτικότητες οξυγόνου μικρότερες από εκείνη της ατμόσφαιρας (5% O2, 10% CO2 και 85% Ν2). Η διαδικασία της κατάψυξης-απόψυξης μειώνει τον πληθυσμό του Campylobacter spp. Ωστόσο, η κατάψυξη δεν εξαλείφει το παθογόνο στις μολυσμένες τροφές. Το Campylobacter spp. δεν επιβιώνει κάτω από pΗ 4,9 και πάνω από pΗ 9.0 και αναπτύσσεται ιδανικά σε pH 6.5 – 7.5.
Η καμπυλοβακτηριδίωση, συνήθως, απαντάται ως μεμονωμένα σποραδικά κρούσματα, αλλά επίσης έχουν αναφερθεί και επιδημίες λοίμωξης από Campylobacter spp. λόγω κατανάλωσης πουλερικών, μη παστεριωμένων γαλακτοκομικών προϊόντων και μολυσμένου νερού. Οι περισσότερες περιπτώσεις καμπυλοβακτηριδίωσης σχετίζονται με την κατανάλωση ωμού ή ατελώς μαγειρεμένου κρέατος (συνήθως πουλερικών) . Άλλος τρόπος μετάδοσης είναι η επιμόλυνση άλλων τροφίμων (π.χ. φρέσκα λαχανικά, φρούτα) με μικρόβια κατά το χειρισμό τους στην κουζίνα μέσω των χεριών, κατά το πλύσιμο ή μέσω επιφανειών κοπής που έχουν μολυνθεί κατά τη διάρκεια χειρισμού ωμών πουλερικών. Η μολυσματική δόση είναι χαμηλή (<500 μικροοργανισμοί). Ακόμα και μία σταγόνα από τον ορό ενός ωμού κοτόπουλου μολυσμένου με Campylobacter spp. αρκεί για να μολύνει ένα άτομο. Μολονότι η λοίμωξη από Campylobacter spp. συνήθως δεν προκαλεί το θάνατο, σπάνια μπορεί να υπάρξουν και θανατηφόρα περιστατικά λοίμωξης από το μικροοργανισμό [1], [4].
Πολλά είδη του ζωικού βασιλείου αποτελούν φυσικά υποδόχα του καμπυλοβακτηριδίου, μεταξύ των οποίων τα πουλερικά, οι χοίροι, τα πρόβατα, τα τρωκτικά και ορισμένα άγρια πτηνά . Υπoδόχα είναι επίσης, και κατοικίδια ζώα, όπως οι γάτες και οι σκύλοι . Κυριότερα υποδόχα του C. jejuni είναι τα πουλερικά και του C. coli οι γαλοπούλες και τα γουρούνια . Το Campylobacter spp. δύναται να εξαπλωθεί εύκολα από πτηνό σε πτηνό μέσω μιας κοινής υδατογενούς πηγής ή μέσω επαφής με μολυσμένα κόπρανα.
Έχει επισημανθεί ότι η εντερική οδός του κοτόπουλου, ειδικά το τυφλό και το παχύ έντερο, μπορεί να φιλοξενήσει ένα μεγάλο αριθμό Campylobacter spp. Κατά την επεξεργασία του ο εντερικός σωλήνας μπορεί να παρουσιάσει διαρροή ή διάρρηξη και το περιεχόμενό του να μεταφερθεί στο δέρμα του σφάγιου. Το Campylobacter spp. παραμένει σχηματίζοντας μία βιομεμβράνη πάνω στο δέρμα και παγιδεύεται σε ρωγμές και πτυχές, παρέχοντας έτσι ένα ευνοικό περιβάλλον για την επιβίωσή του και για διασταυρούμενη μόλυνση. Επίσης, κατά τη διάρκεια του ζεματίσματος ανοίγουν οι θύλακες των φτερών, προκειμένου να διευκολυνθεί η αφαίρεσή τους και τα θυλάκια, που παραμένουν ανοιχτά καθ‘ όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας μέχρι την ψύξη, όταν κλείσουν συγκρατούν τους μικροοργανισμούς. Λόγω των μικροαερόφιλων απαιτήσεων του C. jejuni, το δέρμα του κοτόπουλου μπορεί να παρέχει ένα ιδανικό περιβάλλον για την επιβίωσή του.
Άλλα είδη τροφίμων που σχετίζονται με το Campylobacter spp. είναι το μη παστεριωμένο γάλα που μπορεί να μολυνθεί, αν η αγελάδα έχει μια λοίμωξη με Campylobacter spp. στο μαστό της ή αν το γάλα είναι μολυσμένο με κοπριά. Μολυσμένα οστρακοειδή έχουν, επίσης, ενοχοποιηθεί ως όχημα για τη διάδοση της καμπυλοβακτηριδίωσης. Πιθανή αιτία της μόλυνσης στην περίπτωση αυτή φαίνεται να είναι τα μολυσμένα από Campylobacter spp. ύδατα ,απ΄όπου αλιεύονται τα οστρακοειδή [2], [3].
Η λοίμωξη από Campylobacter έχει, επίσης, συσχετισθεί με την κατανάλωση ωμών φρούτων και λαχανικών. Αν και το Campylobacter δεν αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες κάτω από 30 0C και είναι ευαίσθητο σε όξινο pH, μπορεί να επιβιώσει σε κομμένα φρούτα για χρονικό διάστημα ικανό για να αποτελέσει κίνδυνο για τον καταναλωτή. Η μόλυνση των φρούτων και των λαχανικών με Campylobacter είναι πιο πιθανό να συμβεί κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας, από το έδαφος, από αρδευτικά ύδατα, την κοπριά, τα κόπρανα, τον αέρα, άγρια ή οικόσιτα ζώα ή/και από μη υγιεινό ανθρώπινο χειρισμό. Κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, ιδιαίτερα στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, η υγιεινή των εργαζομένων δεν είναι πάντοτε επαρκής, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε μόλυνση με το μικροοργανισμό. Επιπλέον, ο εξοπλισμός συλλογής και μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων μπορεί να είναι μια πηγή μόλυνσης, όπως και οι συνθήκες αποθήκευσής τους. Τα συσκευασμένα προϊόντα λαχανικών προστατεύονται καλύτερα από τη διασταυρούμενη μόλυνση από τα μη συσκευασμένα [9], [10].
Εκτός από τα τρόφιμα, και το νερό μπορεί να αποτελέσει παράγοντα κινδύνου για λοίμωξη από Campylobacter. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν το δίκτυο παροχής νερού μολυνθεί από κόπρανα ανθρώπων ή ζώων μολυσμένων από το μικροοργανισμό. Η ελλιπής επεξεργασία και απολύμανση του νερού μπορεί να αποτελέσει αιτία υδατογενούς λοίμωξης από Campylobacter. Επίσης, η κατανάλωση μη επεξεργασμένου νερού από λίμνες, ποτάμια και γεωτρήσεις αποτελεί πρόσθετο κίνδυνο για καμπυλοβακτηριδίωση [7], [8]. Η μόλυνση του περιβάλλοντος από κόπρανα οικόσιτων ή άγριων ζώων έχει αναφερθεί ως πιθανός παράγοντας για την εκδήλωση λοίμωξης από Campylobacter σε ανθρώπους μέσω της κατανάλωσης ή της χρήσης του νερού σε δραστηριότητες αναψυχής [2].
Το καλοκαίρι του 2009 δηλώθηκε για πρώτη φορά στις υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας της Ελλάδας επιδημία γαστρεντερίτιδας από Campylobacter spp. στα Χανιά της Κρήτης, με 54 καταγεγραμμένα κρούσματα. Τα αποτελέσματα της επιδημιολογικής διερεύνησης της εν λόγω επιδημίας συνηγορούν υπέρ της υδατογενούς προέλευσής της [6].
Τι μπορεί να γίνει για την πρόληψη της λοίμωξης από Campylobacter spp.;
Μερικές απλές πρακτικές χειρισμού των τροφίμων μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη των λοιμώξεων από Campylobacter spp.:
Μαγειρεύουμε όλα τα προϊόντα πουλερικών καλά. Βεβαιωνόμαστε ότι το κρέας έχει ψηθεί σε όλο τον όγκο του (δεν είναι πλέον ρoζ),το εσωτερικό του έχει φτάσει τουλάχιστον στους 74oC και τα ζουμιά δεν είναι αιματηρά. Αν σερβίρονται όχι επαρκώς μαγειρεμένα πουλερικά σε ένα εστιατόριο, τα στέλνουμε πίσω για περαιτέρω μαγείρεμα.
Πλένουμε τα χέρια μας με σαπούνι πριν την προετοιμασία του φαγητού.
Πλένουμε τα χέρια μας με σαπούνι μετά το χειρισμό ωμών τροφίμων ζωικής προέλευσης και πριν αγγίξουμε οτιδήποτε άλλο.
Για την πρόληψη διασταυρούμενης μόλυνσης στην κουζίνα χρησιμοποιούμε ξεχωριστές σανίδες κοπής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης και για τα άλλα είδη τροφίμων. Καθαρίζουμε καλά όλες τις επιφάνειες κοπής, τις επιφάνειες της κουζίνας και τα σκεύη με σαπούνι και καυτό νερό μετά την προετοιμασία ωμών τροφίμων ζωικής προέλευσης.
Απαραίτητη είναι και η απολύμανση των επιφανειών εργασίας και των σκευών με καυτό νερό και υποχλωριώδες άλας, το οποίο περιορίζει την παρουσία του Campylobacter spp. στο περιβάλλον επεξεργασίας τροφίμων.
Δεν πίνουμε μη παστεριωμένο γάλα ή επιφανειακά νερά που δεν έχουν υποστεί εξυγίανση.
Κατά την αποθήκευση των τροφίμων, τα προϊόντα θα πρέπει να προστατεύονται από το νερό, τα έντομα και τα τρωκτικά.
Βεβαιωνόμαστε ότι τα άτομα με διάρροια, ιδιαίτερα τα παιδιά, πλένουν τα χέρια τους προσεχτικά και συχνά με σαπούνι, για να μειωθεί ο κίνδυνος εξάπλωσης της μόλυνσης.
Πλένουμε τα χέρια μας με σαπούνι μετά την επαφή με περιττώματα κατοικίδιων ζώων. Οι γιατροί που διαγιγνώσκουν καμπυλοβακτηριδίωση και τα κλινικά εργαστήρια που ανιχνεύουν αυτόν το μικροοργανισμό θα πρέπει να αναφέρουν τα ευρήματά τους στο Τμήμα Επιδημιολογικής Επιτήρησης του ΚΕΕΛΠΝΟ. Αν εμφανιστούν πολλά περιστατικά την ίδια στιγμή, μπορεί να σημαίνει ότι έχει εκδηλωθεί επιδημία, στην οποία πολλοί άνθρωποι εκτέθηκαν σε ένα κοινό μολυσμένο τρόφιμο ή νερό πηγής.
Η υπηρεσία Δημόσιας Υγείας ερευνά τα κρούσματα, προκειμένου να προσδιορισθεί η πηγή της επιδημίας, ώστε να μπορεί να αναληφθεί δράση και να αποτραπεί η εκδήλωση περισσότερων κρουσμάτων [1], [4].
Οι τροφιμογενείς λοιμώξεις από Campylobacter spp. αποτελούν μείζoν πρόβλημα για τη δημόσια υγεία παγκοσμίως. Ο έλεγχος των τροφίμων για παρουσία Campylobacter spp. γίνεται σε ειδικά μικροβιολογικά εργαστήρια και απαιτεί ειδικό εξοπλισμό . Πολλές εναλλακτικές και ταχείες μέθοδοι έχουν αναπτυχθεί για την απομόνωση και ταυτοποίησή του: in situ υβριδισμός, μέθοδος συγκόλλησης (Latex) και κλασικές προτυποποιημένες μέθοδοι ανίχνευσης και απομόνωσης του μικροοργανισμού, που βασίζονται στο φυσικό προεμπλουτισμό του, ο οποίος επιτρέπει το διαχωρισμό του Campylobacter spp. από άλλους μικροοργανισμούς στο τρόφιμο.
Oι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι επιβεβαίωσης είναι εκείνες που βασίζονται στην αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR), δεδομένου ότι oι φαινοτυπικές μέθοδοι τυποποίησης εμφανίζουν περιορισμούς και είναι δύσκολο να ερμηνευθούν. Επίσης, η χρήση της real–time PCR δίνει τη δυνατότητα ανίχνευσης 1 cfu σε δείγματα κοτόπουλου σε λιγότερο από δύο ώρες. Επιπλέον, άλλες μοριακές τεχνικές, όπως η τεχνική του Τυχαία Ενισχυμένου Πολυμορφικού DNA (random amplification of polymorphic DNA-RAPD) και η Hλεκτροφόρηση σε Παλλόμενο Ηλεκτρικό Πεδίο (Pulsed Field Gel Electrophoresis-PFGE) έχουν συμβάλει σε επιδημιολογικές μελέτες, όπως η διερεύνηση επιδημιών από Campylobacter spp. Συγκεκριμένα, η PFGE μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάκριση των στελεχών των μικροοργανισμών, συμπεριλαμβανομένων και στελεχών Campylobacter spp. σε επίπεδο DNA (μέσω της σύγκρισης εικόνων ηλεκτροφόρησης θραυσμάτων DNA). Με τα αποτυπώματα (fingerprints) του DNA ή πρότυπα, δημιουργούνται ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, οι οποίες είναι διαθέσιμες στους συμμετέχοντες επιτρέποντας την ταχεία σύγκριση με τα πρότυπα. Τέτοια βάση δεδομένων είναι το αμερικάνικο Pulse-NET, αλλά και το Ευρωπαϊκό (Pulsenet-Europe) [2], [5].
Στο ΚΕΔΥ η ανίχνευση και ταυτοποίηση του Campylobacter spp. γίνεται με βάση την πρότυπη μέθοδο ISO (International Organization for Standardization) 10272.01, η οποία βρίσκεται υπό διαπίστευση.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου