Τρίτη 6 Μαΐου 2014

ΟΤΑΝ Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΙΗΣΗ της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη

ΟΤΑΝ Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΙΗΣΗ της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη

«...Θαυμάζω λοιπόν κάθε έκκεντρη τροχιά. Ιδιοδρομών την ονειρεύομαι, μένοντας στο κέντρο... Ζητώ συγγνώμη από τους αναρίθμητους σήμερα εναγώνιους της Επιβίωσης γι' αυτό, το ίσως αυτάρεσκο, προσωπικό οδοιπορικό μνήμης στα ρείθρα της Πρωταρχικής Κλοπής και του αδηφάγου Έχειν. Εκεί που κι εγώ περιπλανήθηκα Σύμμορφος επί μακρόν, δειλά δειλά ξεμακραίνοντας από τη Βεβαιότητα του Κατέχειν και προσχωρώντας στην Αβεβαιότητα του Είναι... στήνοντας εγώ ο αμετανόητος εικονομάχος το δικό μου Εικονοστάσι Αξιών παρωχημένων...» Αλέξανδρος Αρδαβάνης, Έκκεντρα.
Τον γνώριζα ως ποιητή. Όταν διάβασα τα βιβλία του, ένιωσα πως όλα τα μεγάλα θέματα, τα μυστήρια του κόσμου, βρίσκονταν συγκεντρωμένα στον δωρικά δομημένο λόγο τους. Η Συγκίνηση της ζωής, η Ελπίδα, η Οδύνη, ο Θάνατος. Η Αλληγορία της διακριτικής αγάπης του δημιουργού που αναφέρεται σε ένα ιδανικό γαλήνιο και ευγενικό. Η πιο αληθινή Ενόραση που μπορεί να εκφραστεί με λόγια.
Σ' ένα γύρισμα της ζωής, τον γνώρισα και ως ογκολόγο γιατρό, στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας». Ο αδελφός μου βρισκόταν στο τελικό στάδιο του καρκίνου, όταν εκείνη την κρύα μέρα τον μεταφέραμε με ασθενοφόρο στον μικρό χώρο της εφημερίας του νοσοκομείου. Πονούσε. Ψάχναμε τρέμοντας από αγωνία και φόβο να βρούμε τον γιατρό που τον παρακολουθούσε. Σήκωσε τα χέρια.
«Δεν υπάρχει άλλο φάρμακο να του δώσουμε. Είναι θέμα λίγων μηνών. Δεν έχει νόημα να τον κρατήσουμε στο νοσοκομείο. Μπορείτε να τον βάλετε σ' ένα από αυτά τα hospices...»
Είχε κουραστεί. Ένιωσα τα λόγια του σαν επιτάχυνση στο σκοτάδι, μια νεκρωμένη κάθοδο προς την αναπόφευκτη ακινησία. Γύρισα στο φορείο, όπου βρισκόταν ο αδελφός μου με τα μάτια του κλειστά. Ακούμπησα το μέτωπό του κι είδα ξαφνικά, σαν μέσα από θολό γυαλί, πόσο μικροσκοπικός και σκοτεινός ήταν ο χώρος, με το μικρό ράγισμα στον τοίχο κι εκείνη την πόρτα που δεν έκλεινε καλά.
«Πώς είστε, φίλε μου... τι αισθάνεστε;»
Η φωνή ακούστηκε ήσυχη. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα δίπλα στο φορείο έναν γιατρό που κρατούσε στις παλάμες του τα χέρια του αδελφού μου και χαμογελούσε.
Πώς είστε, φίλε μου...
Πώς μπορεί ένα χαμόγελο, ένας λόγος ν' ανοίξει μια χαραμάδα παρηγοριάς στην καρδιά των ανθρώπων που πονούν. Να στηρίξουν μια ψυχή καταρρακωμένη. Να της δώσουν ελπίδα. Πώς μπορεί μια φωνή ν' ανοίγει τα μάτια των απελπισμένων και να τους δείχνει το φως. Να παραπέμπει σε έναν ανθρωπισμό βαθύ και αληθινό, που γίνεται στάση ζωής και δεν έχει ούτε την ελάχιστη σχέση με τα γυμνάσματα οποιουδήποτε χωλού διανοουμενισμού.
«Έχουμε κι άλλα φάρμακα κι από σήμερα δεν θα πονάτε. Δεν θα φύγετε, θα μείνετε στο νοσοκομείο. Σε λίγο, θα σας μεταφέρουν στο δωμάτιό σας... Θα 'ρθω να σας δω. Θέλω να μου υποσχεθείτε πως θα παλέψουμε μαζί».
Ποτέ δεν έμαθα πώς ήρθε κοντά μας απρόσκλητος. Ποιος κουρασμένος γιατρός ή ποιος άγγελος τον είχε στείλει.
Μετέφεραν τον αδελφό μου στο τμήμα του, στον τέταρτο όροφο, όπου όλα λειτουργούσαν. Ήρεμα, αρμονικά. Με γιατρούς που αξιώνουν το λειτούργημά τους και τις νεαρές νοσηλεύτριες με το ανέσπερο χαμόγελο, που δεν είναι συγκαταβατικό και δεν επιτρέπει στον ταπεινωτικό μισθό, με τον οποίο η Πολιτεία αποτιμά το Έργο τους, να ζημιώνει την αξιοπρέπειά τους.
Μήνες μετά τη γαλήνια Φυγή, κι αφού ως την τελευταία στιγμή η παρουσία του Γιατρού δεν άφησε να εξοντωθεί μέσα μου η ελπίδα, αισθάνομαι την ανάγκη να τον ευχαριστήσω, αν και γνωρίζω πως δεν μπορώ να γκρεμίσω τον τοίχο που ορθώνεται ανάμεσα στο βαθιά βιωμένο και το ανέκφραστο από τη γλώσσα.
Τον ευχαριστώ γιατί «εξηγεί χωρίς να συντρίβει, καθησυχάζει χωρίς να αποκοιμίζει»[1], με έναν δικό του τρόπο, μοναδικό.
Τον ευχαριστώ, γιατί ποτέ δεν είπε τον ανελέητο λόγο μην τον φέρετε εδώ, δεν έχει νόημα.
Γιατί ποτέ δεν μας κοίταξε ενοχλημένος.
Γιατί δεν είχε το τηλέφωνό του κλειστό.
Γιατί, όπως ομολογούσαν και άλλοι πολλοί συγγενείς των ασθενών του, δεν κοίταζε το ρολόι του, όταν η αγωνία και ο φόβος για τη ζωή των αγαπημένων τον κρατούσαν ώρες πολλές –απίστευτα πολλές– στο μικρό ασκητικό γραφείο του, που δεν θα καταδεχόταν ούτε ο τελευταίος υπάλληλος των ελάχιστα φειδωλών υπουργείων μας.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν την ιερότητα της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στον γιατρό και τον άρρωστο άνθρωπο φαινόταν κάθε φορά που εξέταζε ή καλύτερα αγκάλιαζε το σώμα των ασθενών του, μελετώντας συλλαβιστά τα σημάδια. Το σώμα των ασθενών του. Το αδύναμο, το χωρίς εγγυήσεις.
«Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου».[2]
«Όταν μ' εξετάζει ο γιατρός, νιώθω σαν να 'χει φύγει από πάνω μου η αρρώστια», έλεγε ένα εικοσιπεντάχρονο παιδί που πάλευε με τον καρκίνο.
«Τι κάνει ο πραγματικός γιατρός, τι πρέπει να κάνει; Να ημερώσει το θηρίο του Φόβου που έχει φωλιάσει στη φουρτουνιασμένη ψυχή του αρρώστου, να του σφίξει το χέρι, να του χαϊδέψει το κεφάλι, να τον κοιτάξει κατάματα και να του ψιθυρίσει: είμαι εδώ, είμαι μαζί σου...» Αλ. Αρδαβάνης
Στις δύσκολες μέρες μας, που και οι γιατροί ακόμη –ευτυχώς όχι όλοι– υπακούουν στον άρχοντα του επίγειου άρτου, η Ιατρική του Αλέξανδρου Αρδαβάνη αναφέρεται σε ένα ιδανικό ευγενικό, αρχοντικά ανιδιοτελές, και βασίζεται στη βαθιά διορατικότητα για τη φύση όχι του ανθρώπου με την αφηρημένη έννοια, αλλά των απλών ανθρώπων, των καθημερινών, που ξέρουν από Πόνο και ολομέτωπους αγώνες για τη ζωή. Κι επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι αληθινός απέναντι στην ίδια του τη φύση, η Ιατρική Αυτή γίνεται Ποίηση, «Εικονοστάσι Αξιών παρωχημένων», που παρηγορεί και δίνει Ελπίδα. Σε πείσμα κάθε ρεαλισμού.
«Βγήκα ανέτοιμος στην καταιγίδα, αυτή του θαλασσοπαλέματος, χέρι-χέρι με απεγνωσμένους. Όλοι ρωτάνε "πώς αντέχω" και λένε πως αυτοί στη θέση μου δε θ' άντεχαν. Δε φαντάζονται ότι εγώ την ευγνωμονώ. Μ' έβγαλε στ' ανοιχτά, στα κύματα τα πελώρια, μ' έμαθε την ήττα, το ναυάγιο και την αξία της μάχης απέναντι στους μύθους και στους ανίκητους Δαίμονες και Αγγέλους... Κάποια πράγματα πρέπει να βγαίνουν προς τα έξω, χωρίς ωραϊσμούς, μασημένα λόγια και συγκαλύψεις... Η λογοτεχνία είναι ίσως ένας τρόπος να κοιτάς τις κρυφές λεπτομέρειες της ζωής που ζαρώνουν σιωπηλά στο σκοτάδι...» Αλ. Αρδαβάνης, Θραύσματα και θροΐσματα.
[1] Αλ. Αρδαβάνης, εφημ. Ελευθεροτυπία.
[2] Ν. Καρούζος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου